Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

Ιστορία βάση πηγών απέναντι στην συμβατική ιστορία

 

Η Δυναστεία Των Γκλύξμπουργκ

 
0
5547
                                                                                                     [ Η απάντηση του Κωνσταντίνου προς το αίτημα του Μωάμεθ για παράδοση της Πόλεως ]

« Η μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου συνδέεται στενά με τη μνήμη και γενικά με τον ιδεολογικό κόσμο του νέου Ελληνικού Έθνους. Είναι ο κρίκος που ενώνει το μεσαιωνικό με το νέο Ελληνισμό».

[ Απ. Ε. Βασκαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού ]

Εισαγωγή
Πολλά είναι αυτά που έχουν γραφτεί και ειπωθεί από διαφόρους κύκλους, επιστημονικούς και μη, σχετικά με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα την Άλωση της Πόλεως του Βυζαντίου, της Κωνσταντινουπόλεως, της Βασιλίδας των Πόλεων, από τους Οθωμανούς Τούρκους του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή.Στη παρούσα μελέτη θα εστιαστεί η έρευνα και η προσοχή μας στην κατάληξη της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου, αυτής των Παλαιολόγων. Θα επιχειρηθεί να απαντηθεί το ερώτημα, εάν υπήρξε τελικά βιολογικός απόγονος και φυσικός αναγνωρισμένος διάδοχος του βυζαντινού θρόνου μετά τον ηρωικό θάνατο του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση – Παλαιολόγου.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι για την εξυπηρέτηση των σκοπών της καλουμένης «συμβατικής ιστορίας», πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα και στοιχεία αποκρύφτηκαν ή αναπλάστηκαν και προβλήθηκαν τεχνηέντως αλλοτριωμένα. Ο στόχος βεβαίως ήταν ένας και μοναδικός: Να ξεχαστεί το μεγαλείο της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας και όσα αυτή πρέσβευε. Επιπλέον, να αποκοπεί ο νεοέλληνας από τις ρίζες και τις παραδόσεις του, καθώς επίσης και να λησμονηθεί η πανάρχαια ιστορική του συνέχεια.Όταν λέμε «συμβατική ιστορία», εννοούμε την ιστορία που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια της πατρίδας μας, η οποία στηρίζεται σε συμβάσεις (= συμφωνίες), και όχι την πραγματική επιστήμη της Ιστορίας, η οποία στηρίζεται σε πηγές, καταγράφοντας και εξιστορώντας τα πραγματικά γεγονότα χωρίς αλλοιώσεις, αποκρύψεις, πειραματισμούς ή ακόμη και νεωτερισμούς.Χαρακτηριστικό παράδειγμα συμβατικής ιστορίας, με το οποίο και θα ασχοληθεί η παρούσα εργασία, είναι η κατάληξη της τελευταίας δυναστείας του Βυζαντίου, αυτής των Παλαιολόγων. Ολοκλήρωσε την πορεία της με τον ηρωϊκό θάνατο του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ Παλαιολόγου την αποφράδα ημέρα της 29ης Μαΐου 1453, ή συνεχίστηκε από κάποιον φυσικό απόγονο και διάδοχο του Κωνσταντίνου???
Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, μέσα στα βιβλία γίνονται αναφορές σχετικά με την Άλωση της Πόλεως το 1453 και τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο. Από αυτές τις αναφορές δεν γίνεται πουθενά μνεία για το εάν ο Κωνσταντίνος είχε αποκτήσει υιό και κατ’ επέκταση νόμιμο διάδοχο του θρόνου του. Οι αναφορές αυτές είτε σύντομες είτε εκτενείς έχουν στο σύνολό τους κοινή κατάληξη. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι:
Η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε στις 29 Μαΐου του έτους 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους και στον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ που απέκτησε τότε και το προσωνύμιο «ΠΟΡΘΗΤΗΣ».Η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε για τρείς ολόκληρες ημέρες, σύμφωνα και με τα όσα όριζε το Κοράνι, από τους Οθωμανούς. Μετά την τρίτη ημέρα των πάσης φύσεως βεβηλώσεων ιερών ναών, λεηλασιών, σπιτιών, παλατιών, έργων τέχνης, μαζικών εκτελέσεων και βιασμών του αμάχου πληθυσμού και πώλησης ενός μέρους αυτού στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, το θέαμα της κατεστραμμένης και ερειπωμένης Πόλης συγκλόνισε μέχρι και τον ίδιο τον Πορθητή.Λίγα χρόνια πριν την Άλωση του 1453 είχε ξεκινήσει η φυγή διαφόρων λογίων και πνευματικών ανθρώπων προς τη Δύση, κάτι που διογκώθηκε το 1453 και έπειτα.
Πέραν όλων αυτών δεν αναφέρεται τίποτα για τον μοναδικό υιό του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, τον Ιωάννη, που είχε αποκτήσει με την Άννα – Σοφία Νοταρά, ο οποίος κατά την Άλωση της Πόλεως το 1453 ήταν δεκατεσσάρων ετών.Ο Ιωάννης ήταν ο νόμιμος και μοναδικός διάδοχος του βυζαντινού θρόνου και αυτός που, όπως θα δούμε εν συνεχεία, θα μεταλαμπάδευε τα βυζαντινά ιδεώδη σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ιδρύοντας μια νέα βασιλική δυναστεία, απόγονος της οποίας 400 χρόνια μετά ήρθε να κυβερνήσει το Βασίλειο της Ελλάδας (βλέπε Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄), φυσικό κληρονόμο και συνεχιστή της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Πόλεως το 1453, ο χαμένος απόγονος των Παλαιολόγων, ο Ιωάννης κατέφυγε στη Δύση. Αυτός βρίσκεται πίσω από την δυναστεία που κακώς  σήμερα αποκαλείται «δυναστεία των Γκλύξμπουργκ». Ο ιστορικός Κώστας Μπαρμπής έχει συγγράψει σχετικώς ότι η δυναστεία του βασιλέως Κωνσταντίνου είναι απευθείας απόγονος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τελευταίου βασιλέως του Βυζαντίου.
Το έτος 1863, αμέσως μετά την έξωση του Όθωνα, το στέμμα του Βασιλείου της Ελλάδος προσφέρθηκε με παρέμβαση των Βρετανών στον πρίγκιπα της Δανίας Χριστιανό Γουλιέλμο Φερδινάνδο Αδόλφο Γεώργιο. Έκτοτε, με ορισμένες διακοπές, έξι μέλη της δυναστείας κυβέρνησαν στην κυριολεξία την πολύπαθη πατρίδα μας για 111 ολόκληρα χρόνια μέχρι το Δεκέμβριο του 1974, όπου και καταργήθηκε οριστικά η μοναρχία με δημοψήφισμα.
Συγκεκριμένα, ο Γεώργιος Α΄ (1845 – 1913) υπήρξε ο βασιλιάς των μεγάλων (και ανεκπλήρωτων) υποσχέσεων, αλλά και των μεγάλων προσαρμογών. Ήταν απόγονος του Ιωάννη Α΄ Χριστιανού – Παλαιολόγου, μοναδικού υιού του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου. Σύμφωνα με τον Π. Σούτσο, η σύζυγος του Γεωργίου Α΄  η Όλγα είχε επίσης βυζαντινή καταγωγή, ως διάδοχος της Σοφίας, η οποία ήταν θυγατέρα του Θωμά Παλαιολόγου. Η ελληνική εφημερίδα «Αιών» την αποκαλούσε «Ελληάνασσα Παλαιολογίνα».
Ο Κωνσταντίνος Α΄ (1868 – 1923) που συνδέθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή έμεινε στο θρόνο για έξι χρόνια περίπου και πέθανε αυτοεξόριστος στο Παλέρμο της Σικελίας. Ο Αλέξανδρος Α΄ (1893 – 1920) παρέμεινε στο θρόνο για τρία περίπου χρόνια και πέθανε από δάγκωμα πιθήκου σε ηλικία 23 ετών. Ο Γεώργιος Β΄ (1890 – 1947), στο διάστημα 1922 – 1947 έμεινε στο θρόνο για 14 χρόνια και πέθανε από ανακοπή στις αρχές του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Ο Παύλος Α΄ (1901 – 1964) βασίλευσε επί 17 χρόνια έχοντας στο πλευρό του τη φιλόδοξη Φρειδερίκη, και πέθανε από καρκίνο. Ο Κωνσταντίνος Β΄ (1940 – …) υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς και έμεινε στο θρόνο ουσιαστικά για 4 χρόνια, έχοντας ως σκιά του τη μητέρα του Φρειδερίκη, που τον οδήγησε σε σωρεία λαθών.
Το έτος 1991 έγινε στο Μυστρά η τελετή μύησης του επόμενου βασιλέα των Ελλήνων, ο οποίος θα ηγηθεί των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων που θα συγκεντρώσει ο Ελληνισμός. Είναι απόγονος των Παλαιολόγων και σήμερα έχει την ηλικία περίπου 24 χρονών. Στη τελετή της μυήσεώς του συμμετείχαν πολλοί παράγοντες, ανάμεσά τους και μία γνωστή παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα στο ρόλο της ιέρειας.

     Οικογένεια Κωνσταντίνου  ΙΑ΄ Παλαιολόγου – Δραγάση
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Ονομάστηκε και «Δραγάσης» από τη μητέρα του Ελένη Δραγάση, η οποία ήταν θυγατέρα του Σέρβου ηγεμόνα της Μακεδονίας Κωνσταντίνου Δραγάση. Πραγματοποίησε τρείς γάμους, πρώτα με την Μαγδαληνή Τόκκου, έπειτα με την Αικατερίνα Καττιλουσία και τελευταία με την Άννα – Σοφία Νοταρά.
Α΄ Γάμος
Το 1428 νυμφεύθηκε την δεκαοκτάχρονη ανιψιά του Τόκου Μαγδαληνή από την ηγεμονική οικογένεια της δυτικής Πελοποννήσου. Η Μαγδαληνή ήταν καλλιεργημένη, γλυκύτατη, ξανθομάλλα και πανέμορφη. Το προξενιό το έκανε ο αδελφός του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄. Ως προίκα ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε όσα εδάφη του Μοριά ανήκαν στον Τόκο.
Ο Κωνσταντίνος δέχθηκε με μία και μοναδική προϋπόθεση: Να κατηχηθεί στην Ορθοδοξία η μελλοντική γυναίκα του. Την κατήχηση ανέλαβε ο ορθόδοξος επίσκοπος τη Αρκαδίας και όταν αυτή ολοκληρώθηκε, η Μαγδαληνή μεταβαπτίστηκε σε Θεοδώρα, το δημοφιλέστερο ίσως γυναικείο όνομα στο Βυζάντιο.Ο γάμος τελέστηκε στο στρατόπεδο του Κωνσταντίνου, που είχε στήσει για την πολιορκία της Πάτρας. Είκοσι μήνες μετά την ημέρα του γάμου του, η Θεοδώρα πέφτει βαθιά άρρωστη από διπλή πνευμονία και πεθαίνει.
Β΄ Γάμος
Στις 6 Ιουλίου 1441 ο Κωνσταντίνος νυμφεύθηκε εκ νέου την ευγενή Αικατερίνα Καττιλουσία από την ηγεμονική οικογένεια της Λέσβου, θυγατέρα του δούκα της Λέσβου Ντορίνο Γκατελούζι, ο οποίος ήταν δηλωμένος εχθρός των Οθωμανών και διέθετε αξιόλογο μισθοφορικό στρατό. Η Αικατερίνη ήταν δεκατέσσερα χρόνια μικρότερη του Κωνσταντίνου. Ο Γάμος τελέστηκε και με τα δύο τελετουργικά, το Ορθόδοξο και το Καθολικό, αλλά στη συνέχεια η Αικατερίνη κατηχήθηκε και προσχώρησε στην Ορθοδοξία, με δική της πρωτοβουλία. Έξι με επτά μήνες μετά τον γάμο η Αικατερίνη μένει έγκυος.Εκείνη την περίοδο ο αδελφός του Κωνσταντίνου, ο Δημήτριος, συμμαχεί με τους Οθωμανούς Τούρκους του Μουράτ, με σκοπό την αρπαγή του βυζαντινού θρόνου από τον αδελφό του και αυτοκράτορα Ιωάννη. Ο Κωνσταντίνος τότε του ανακοίνωσε μέσω του Φραντζή ότι του παραχωρούσε το Δεσποτάτο του Μορέως χωρίς κανένα αντάλλαγμα, εκτός από τη διακοπή της συμμαχίας του με τον Μουράτ.
Ο Δημήτριος απέρριψε την προσφορά, και περικύκλωσε με τον Μουράτ την βασιλεύουσα. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να σπεύσει στην Κωνσταντινούπολη προς βοήθεια του πολιορκούμενου αδελφού του, Ιωάννη. Αποφάσισε να πάρει μαζί του τη γυναίκα του Αικατερίνη, η οποία βάδιζε στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της.Αναχώρησαν συνοδευόμενοι από διακόσιους πολεμιστές με το ταχυκίνητο προσωπικό σκάφος του δούκα της Λέσβου. Τους κυνήγησαν δώδεκα τουρκικά πολεμικά. Για να ξεφύγουν, κατευθύνθηκαν για τον όρμο του κάστρου στη Λήμνο. Εκεί πολιορκήθηκαν από τους Οθωμανούς για είκοσι ημέρες.Ο τρόμος και η αγωνία από την πολιορκία προκάλεσαν στη βασίλισσα ακατάσχετη αιμορραγία. Παιδί και γυναίκα πέθαναν. Ο θάνατός τους οδήγησε τον Κωνσταντίνο σε μια ριψοκίνδυνη ενέργεια: ζήτησε από τους πολιορκημένους να τον ακολουθήσουν σε μια αιφνιδιαστική και ορμητική έξοδο. Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Η Αικατερίνα Καττιλουσία, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, πέθανε το 1442.Ο Κωνσταντίνος έφθασε τελικά μετά από μήνες στην Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του Νοεμβρίου 1443 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο Μοριά.
Γ΄ Γάμος
Λίγα χρόνια πριν νυμφευθεί την Αικατερίνη Καττιλουσία (Β΄ Γάμος),ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έζησε έναν παράφορο έρωτα με μία Ελληνίδα ευγενή, την Άννα – Σοφία Νοταρά η οποία ήταν θυγατέρα του μεγάλου δούκα (πρωθυπουργού) Λουκά Νοταρά, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται εάν έλαβε έγγαμη μορφή, ενώ κατά κάποια πηγή της εποχής ο καρπός αυτής της σχέσης του ήταν ένας επιζών άρρεν διάδοχος, ο Ιωάννης, στον οποίο δόθηκε το όνομα «Ιωάννης» για να τιμήσει τον άτεκνο πρεσβύτερο αδελφό του, αυτοκράτορα Ιωάννη.Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, αδελφός του Κωνσταντίνου, και η μητέρα του Ελένη, μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου του Κωνσταντίνου Θεοδώρας (Μαγδαληνής) Τόκκου έψαχναν νέα σύζυγο, αγνοώντας την ύπαρξη του τέκνου της Άννας Νοταρά.Το 1439 / 1440 γεννήθηκε ο μοναδικός υιός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο Ιωάννης , η γέννηση και ύπαρξη του οποίου κρατήθηκε αρχικώς μυστική. Το 1441 ο Κωνσταντίνος, όπως προαναφέρθηκε, προχώρησε σε δεύτερο γάμο με την Αικατερίνα Καττιλουσία, η οποία απεβίωσε το 1442.
Κατά την πολιορκία της Πόλεως από τους Οθωμανούς, ο Κωνσταντίνος ανέθεσε στο μεγάλο Δούκα (πρωθυπουργό) Λουκά Νοταρά να φροντίσει με έμπιστους ανθρώπους του να επιβιβαστούν την αυριανή νύχτα, η γυναίκα του και η κόρη του Άννα Νοταρά μαζί με τον μικρό Ιωάννη σε γενοβέζικο σκάφος. Οι δύο γυναίκες και ο γιός του έπρεπε να σωθούν με κάθε τρόπο.Ο Ιωάννης όμως έπρεπε να διασωθεί και για έναν πρόσθετο λόγο: τότε θα ήταν αναγνωρισμένος διάδοχος του βυζαντινού θρόνου, αφού το επόμενο βράδυ ο Κωνσταντίνος θα νυμφευόταν μυστικά, κατά το Ορθόδοξο δόγμα, την Άννα – Σοφία Νοταρά. Ο γάμος έγινε το βράδυ του Σαββάτου της 26ης Μαΐου 1453, στο παρεκκλήσι των ανακτόρων και μέσα σε στενότατο οικογενειακό κύκλο. Παρόντες ήταν οι γονείς της Άννας, ο Ιουστινιάνης και δύο υπασπιστές.
Όπως επιβεβαιώνει και ο Κριτόβουλος, το Σάββατο της 26ης Μαΐου 1453 από τις εννέα το βράδυ έως τα μεσάνυχτα, ένα ιδιαίτερα παράξενο, μυστηριώδες, ανεξήγητο, υπερκόσμιο φώς έλουζε τον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Οι Χρονικογράφοι της εποχής βεβαιώνουν ότι «πολιορκηταί τε και πολιορκούμενοι κατελήφθησαν επί τη θέα αυτού είς όμοιον φόβον». Ένας από αυτούς που ανησύχησαν από τον οιωνό αυτό ή την θεοσημία ήταν και ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάμεθ που το ερμήνευσε ως προστασία της Εκκλησίας και των πιστών της από τον Θεό. Κατά τον Φραντζή ήταν «φώς απαστράπρον, όπερ εξ ουρανών και δι όλης της νυκτός άνωθεν της πόλεως εστώς διέσκεπεν αυτήν». Ίδια περιγραφή του γεγονότος περιλαμβάνεται στο Χρονικόν Ανώνυμον Μοσχοβίτου.
Από την άλλη πλευρά οι ανώτεροι εκπρόσωποι του Ορθόδοξου κλήρου και των μελών της Συγκλήτου παρακάλεσαν τον Κωνσταντίνο να διαφύγει αμέσως από την Πόλη μαζί με την Αυγούστα Άννα (είχε γίνει ήδη ο γάμος τους) και τον διάδοχο, υιό του Ιωάννη. Ο Κωνσταντίνος δε δέχθηκε να διαφύγει, λέγοντας χαρακτηριστικά : «Ουδαμώς θα εγκαταλίπω την πόλιν. Άλλως δ’ αν τούτο είναι η βούλησις του Θεού, που να υπάγω; Όχι, ουδαμώς θα απέλθω. Θα μείνω μεθ’ υμών και θα απωλεσθώ μεθ’ υμών».
Ιωάννης Α΄ Χριστιανός – Παλαιολόγος (1439/1440 – 1513)
Ο Ιωάννης Παλαιολόγος γεννήθηκε το 1439 ή το 1440. Ήταν υιός του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και της Άννας-Σοφίας Παλαιολογίνας – Νοταρά. Τον Ιούνιο του 1453 άλλαξε το όνομά του σε Ιωάννης Χριστιανός για να σωθεί από του Τούρκους, οι οποίοι ήθελαν την εξόντωση του φυσικού διαδόχου και κληρονόμου του θρόνου του Βυζαντίου.
Η μητέρα του, Άννα – Σοφία Νοταρά, παρέδωσε τον δεκατετράχρονο Ιωάννη σε μια θαλαμηπόλο της την Ειρήνη δώδεκα περίπου ώρες πριν την Άλωση της Πόλης, η οποία τον φυγάδευσε στην Ιταλία (Βενετία). Οι πιθανότητες διαφυγής του σκάφους, έστω και μέσα στη νύχτα, από τον κλοιό του τουρκικού στόλου δεν ήταν πολλές. Η διαφυγή τόσο του διαδόχου Ιωάννη όσο και λίγο αργότερα της μητέρας του Άννας, έγιναν με σκάφη που ανήκαν στον Ιουστινιάνη.
Η Άννα ζήτησε από τον Ιωάννη να της υποσχεθεί ότι δε θα αποκάλυπτε σε κανέναν, πριν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του, την αληθινή του ταυτότητα, ενώ παράλληλα έβαλε στον κόρφο του έναν παραπλανητικό πάπυρο, στον οποίο είχε γράψει η ίδια το υποτιθέμενο όνομά του: Ιωάννης Χριστιανός. Στο ίδιο εγκόλπιο η αυτοκράτειρα έβαλε και έναν δεύτερο πάπυρο, στον οποίο είχε γράψει τα στοιχεία για την αληθινή καταγωγή του εφήβου. Τον πάπυρο αυτό κουβαλούσε η θαλαμηπόλος της και παιδαγωγός του Ιωάννη, η Ειρήνη, με την εντολή να του τον παραδώσει, όταν θα βρίσκονταν σώοι και ασφαλείς στην ξένη γη.
Ο μικρός Ιωάννης έδωσε με σοβαρότητα την υπόσχεση που του ζητήθηκε, αποχαιρέτησε τη μητέρα του και μέσα στη νύχτα ο καπετάνιος του ιστιοφόρου κατόρθωσε να διασχίσει τον Κεράτιο κόλπο, κυριολεκτικά κάτω από τα νώτα των πολιορκητών, και να οδηγήσει το σκάφος στο λιμάνι της Βενετίας. Αντίθετα η μητέρα του Άννα θα καταλήξει στη Νότια Ιταλία, όπου θα χάσει τα ίχνη του γιού της και θα μετακινηθεί στη Βενετία πολύ αργότερα.
Στη Βενετία ο Ιωάννης εργάστηκε και σπούδασε με τη βοήθεια της Ειρήνης και έπειτα από δύο χρόνια θα τον θέσει υπό την προστασία του ένας ελληνολάτρης Γερμανός ευγενής και αξιωματικός, ο οποίος εκτίμησε τα σπάνια πνευματικά προσόντα και την ευφυΐα του και τον πήρε μαζί του στην αυστριακή πρωτεύουσα, τη Βιέννη. Εκεί φοίτησε στην περίφημη στρατιωτική ακαδημία. Μερικά χρόνια αργότερα η Ειρήνη πέθανε.
Ο Ιωάννης φιλοξενήθηκε στο μέγαρο του φίλου και προστάτη του, που αγνοούσε την πραγματική του ταυτότητα, σχετίστηκε με την τοπική αριστοκρατία, ξεχώρισε για το ήθος του και διέπρεψε στις σπουδές του στην Πολεμική Ακαδημία από όπου και αποφοίτησε πρώτος. Διέθετε στρατιωτική ιδιοφυία, ήταν άριστος χειριστής του λόγου αλλά και του ξίφους, επιβλητικός στο παράστημα, σοβαρός, αξιοπρεπής, με ισχυρό χαρακτήρα και με αληθινά ηγεμονικούς τρόπους, ενώ ο ατίθασος χαρακτήρας του και η φιλοπεριπετειώδης φύση του τον ώθησαν σε αναζήτηση νέων οριζόντων.
Την εποχή εκείνη ο βασιλιάς της Γερμανίας Φρειδερίκος Γ΄ είχε υιοθετήσει φιλειρηνική πολιτική και ο γιός του Μαρμαρωμένου Βασιλιά μετακινήθηκε, σε ηλικία είκοσι ετών, στη Γαλλία, όπου ο βασιλιάς Κάρολος Ζ΄ βρισκόταν σε σύγκρουση με την Αγγλία, για να καταταγεί ως απλός στρατιώτης στις τάξεις του γαλλικού στρατού. Οι αξιωματικοί τον ξεχώρισαν αμέσως, εντυπωσιασμένοι από το γιγαντόσωμο ανάστημά του και από τις ξιφομαχικές του ικανότητες, και τον παρουσίασαν στον Κάρολο Ζ΄, ο οποίος τον ρώτησε εάν επιθυμούσε να καταταγεί στην προσωπική του φρουρά (σωματοφυλακή) ως υπασπιστής του.
Ο Ιωάννης ενθουσιάστηκε, αποδέχτηκε την πρόταση και έγινε δεκτός με το βαθμό του επιλάρχου (ταγματάρχη), για να διακριθεί στην αμέσως επόμενη κρίσιμη μάχη όχι μόνο για την γενναιότητα και την ανδρεία του, αλλά και για τον υψηλό δείκτη της ευφυΐας του. Ειδικότερα, εισηγήθηκε μια αιφνίδια και μη προβλέψιμη κυκλωτική κίνηση, που οι προϊστάμενοί του υιοθέτησαν ανενδοίαστα και του ανέθεσαν την υλοποίησή της. Επικεφαλής της ίλης του, ο νεαρός αξιωματικός βρέθηκε αστραπιαία στα αγγλικά νώτα και στη συνέχεια με ορμητική έφοδο διέσπασε τις εχθρικές γραμμές. Οι Βρετανοί διασκορπίστηκαν και η νίκη έστεψε τα γαλλικά όπλα.
Μετά τη λήξη του γαλλοαγγλικού πολέμου, ο Κάρολος Ζ΄ προχώρησε στη σύναψη συμμαχίας με το ηνωμένο βασίλειο της Δανίας και της Νορβηγίας και άρχισε να ανταλλάζει συχνά επισκέψεις με τον Δανό ομόλογό του. Λίγους μήνες αργότερα ο Δανός βασιλιάς θα γνωρίσει τον Ιωάννη σε μια ανακτορική δεξίωση στο Παρίσι, θα εντυπωσιαστεί από το παράστημα, το ήθος, τα προσόντα, τις γνώσεις του, αλλά και από το γεγονός ότι κατείχε το βαθμό του επιλάρχου σε ηλικία μόλις είκοσι ενός ετών.
Ο Δανός βασιλιάς πρότεινε στον Ιωάννη να παραιτηθεί από το γαλλικό στρατό και να ενταχθεί στο δικό του στρατό με πολύ ανώτερο βαθμό, αλλά ο Ιωάννης αποκρίθηκε ευγενικά πώς χρωστούσε ευγνωμοσύνη στο Γάλλο ηγεμόνα και ότι μόνο ύστερα από τη δική του συγκατάθεση θα δεχόταν την πρόταση αυτή. Παρά την αντίθετη επιθυμία του, ο Γάλλος βασιλιάς συμφώνησε, για να μη δυσαρεστήσει τον ισχυρό σύμμαχό του.
Ο Ιωάννης συνοδεύει το Δανό βασιλιά στην πρωτεύουσά του, την Κοπεγχάγη, όπου του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Ονομάστηκε υπασπιστής του Βασιλιά και έγινε σύντομα το ίνδαλμα του στρατού.
Σε ηλικία 29 ετών (1468) στάλθηκε ως επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος στη Σουηδία, για να καταστείλει την εξέγερση των ντόπιων εναντίον των επικυρίαρχων Δανών. Υπέταξε τους επαναστατημένους Σουηδούς χωρίς αιματοχυσία, με την πειθώ και τη διπλωματική του ευστροφία. Κατόρθωσε να τους πείσει να καταθέσουν τα όπλα και αναγόρευσε τον Δανό Βασιλιά Χριστιανό Α΄ σε κυρίαρχο της Σουηδίας και της Γοτθίας.
Όταν επέστρεψε στη Κοπεγχάγη ο Ιωάννης έγινε δεκτός με πρωτοφανείς τιμές. Η χαρά του βασιλέως για το κατόρθωμά του υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε έβγαλε τη βασιλική του σπάθη, την περίζωσε γύρω από τη μέση του Ιωάννη και τον έκανε Στρατηγό του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Ιωάννης γίνεται αντικείμενο καθολικής εκτίμησης και θαυμασμού, ενώ η μοναχοκόρη του βασιλιά, Μαρία, τον ερωτεύεται παράφορα, χωρίς ωστόσο να τολμήσει να το αποκαλύψει στους γονείς της.
Ο Ιωάννης δεν άργησε να την ερωτευτεί και το αμοιβαίο αίσθημα ακολούθησε γρήγορα το ειδύλλιο. Κάποιος όμως μικρόψυχος αυλικός έσπευσε να καταγγείλει το ειδύλλιο στον πατέρα της πριγκίπισσας και αυτός αποφάσισε να απομακρύνει για λίγο τον προσφιλή του στρατηγό από τα ανάκτορα, αφού προηγουμένως ενημερωθεί για την καταγωγή του.
Μολονότι είχαν απομείνει ελάχιστοι μήνες για την συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας του, ο Ιωάννης δε θέλησε να αθετήσει το λόγο του και δήλωσε στον πατέρα της αγαπημένης του ότι δεσμευόταν από κάποια παλαιά του υπόσχεση, η οποία δεν του επέτρεπε να αποκαλύψει ποιος ήταν ο πατέρας του. Ο βασιλιάς απόρησε και παρερμηνεύοντας όσα άκουσε, ζήτησε να μάθει εάν η σιωπή σήμαινε ότι ο στρατηγός του είχε λόγους να ντρέπεται για την καταγωγή του.
Στενοχωρημένος ο Ιωάννης απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, αλλά αντίθετα δικαιούνταν να αισθάνεται υπερηφάνεια για τους προγόνους του. Με οξυμένη στο έπακρο την περιέργειά του ο Δανός ηγεμόνας αντιλαμβάνεται πώς πρόκειται για κάτι σοβαρό. Ορκίστηκε στο ξίφος του ότι δεν θα αποκάλυπτε σε κανένα το μυστικό του στρατηγού. Τότε ο Ιωάννης έβγαλε συγκινημένος από το λαιμό το εγκόλπιό του κι έδωσε στο βασιλιά να διαβάσει τον πάπυρο που βρισκόταν μέσα σε αυτό, τον οποίο του τον είχε δώσει η μητέρα του.
Ο Κουτλουμουσιανός αναφέρει σχετικά:
« Ο βασιλεύς, κατεχόμενος υπό περιεργείας αλλά και υπό αορίστου συγκινήσεως, ήρξατο της αναγνώσεως και όταν επληροφορήθη, από το ιδιόχειρον σημείωμα της αυτοκράτειρας Άννας – Σοφίας, ότι ο Ιωάννης Κωνσταντίνου Παλαιολόγος μετωνομάσθη εις Ιωάννην Χριστιανόν,έμεινες έκπληκτος και ερώτα εν αρχή τον Ιωάννην: ‘‘Συ, λοιπόν, εί υιός του ενδόξου εκείνου αυτοκράτορος; Συ εί Πρίγκιψ διάδοχος του πεπτωκότος βυζαντινού κράτους; Δια τίνα λόγον ηρνείσο την ομολογίαν και απέκρυψες επί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα την ένδοξον βασιλικήν καταγωγήν σου;’’ .
Τότε ο Ιωάννης ηναγκάσθη να διηγηθή τα πάντα. Η συγκίνησις και η ταραχή του βασιλέως ήσαν τόσο έντονοι, ώστε, εναγκαλισθείς τον Ιωάννην, έκλαιε και κατεφίλει αυτόν. Εν τέλει εδέησε να παρέλθη αρκετή ώρα, όπως συνέλθη. Ακολούθψς, υπείκων εις την επιμονήν της συζύγου αυτού, κατέστησε γνωστήν την καταγωγήν του Ιωάννου, λέγων προς αυτήν: ‘‘Εις αυτόν, φίλτατη, ανήκει το στέμμα τούτο και το βασίλειον της Δανίας και της Νορβηγίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Εις αυτόν ανήκει η απέραντος αγάπη και εκτίμηση και του λαού μας’’.
Μετά από αρκετές ημέρες ο βασιλιάς ανάγγειλε στο λαό του τη μνηστεία και τον προσεχή γάμο του Ιωάννη Χριστιανού – Παλαιολόγου με την κόρη του Μαρία και τη μελλοντική ανάρρησή του στο δανικό θρόνο. Έπειτα, στις 21 Μαΐου 1481 έγινε Βασιλεύς της Δανίας.
Ασπάστηκε το καθολικό δόγμα. Καθιέρωσε νέο νόμισμα και ενίσχυσε το δανικό ναυτικό. Σκοτώθηκε σε μάχη στις 20 Φεβρουαρίου 1513. Ήταν ένας άνθρωπος ανοικτός, φιλικός σε αντίθεση με την σοβαρότητα (ακόμα και ημιψυχρότητα) των Σκανδιναβικών χωρών, με καθαρά μεσογειακά χαρακτηριστικά. Όπως τον χαρακτήριζαν, ήταν ένας «απλός θνητός Βασιλιάς».
Αυτή είναι η ιστορία του μοναδικού γιού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του Ιωάννη «Χριστιανού», η οποία οφείλει τη διάσωσή της στις μακροχρόνιες έρευνες και στη γραφίδα (πέννα) του μοναχού Βαρθολομαίου του Ιμβρίου (Κουτλουμουσιανού). Αυτή η ιστορία συμπεριλήφθηκε στα «Απομνημονεύματά» του, τα οποία ανακάλυψε ο ιστοριοδίφης Θρασύβουλος Ζωιόπουλος (Στέφανος Δάφνης) και την καταχώρισε στο έργο του «Η βασιλεία εν Ελλάδι και αι παραδόσεις περί καταγωγής του Ελληνικού Βασιλικού Οίκου» ο Σπυρ. Β. Τριανταφύλλου.

Η τύχη της οικογένειας του μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά
Από την οικογένεια του μεγάλου Δούκα (Πρωθυπουργού) Λουκά Νοταρά σώθηκαν οι κόρες του Άννα, Θεοδώρα και Ευφροσύνη, οι οποίες ύστερα από επιμονή του πατέρα τους επιβιβάστηκαν σε ένα από τα γενοβέζικα σκάφη και σάλπαραν μέσα στην αναμπουμπούλα, λίγο μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας. Πρώτα σταμάτησαν στη Χίο και ύστερα κατευθύνθηκαν προς την Ιταλία. Ο Γάμος της Άννας με τον Κωνσταντίνο είχε κρατηθεί μυστικός.
Ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός υποστηρίζει ότι η Άννα –Σοφία αυτοκτόνησε με δηλητήριο μετά τη φυγή του υιού της Ιωάννη στις αρχές του Ιουνίου 1453, για να μην καταλήξει στο χαρέμι του Μωάμεθ του Πορθητή ως μία από τις γυναίκες του. Ωστόσο, η Άννα Νοταρά διασταυρώνεται από πολλές και διάφορες πηγές. Ο επίσκοπος της Σιένας Αινείας Σίλβιος Πικκολόμινι, ο μετέπειτα πάπας Πίος Β΄, είχε γράψει σε ένα υπόμνημά του ότι «ο Κωσταντίνος είχε υιό, ο οποίος μετά την Άλωση διασώθηκε στο Πέραν».
Η Άννα – Σοφία Παλαιολογίνα – Νοταρά έζησε μέχρι το 1507,όπου πέθανε σε ηλικία 100 ετών. Έγινε προστάτρια των πολυάριθμων Ελλήνων αρχικά της παροικίας στη Ρώμη και αργότερα στη Βενετία. Ασχολήθηκε με αγαθοεργίες και οικοδόμησε δικό της ορθόδοξο παρεκκλήσι. Βοήθησε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, φρόντισε τους φτωχούς πρόσφυγες, πλήρωσε τα λύτρα για να ελευθερώσει το δούλο Φραντζή και εξέδωσε με τον Ζαχαρία Καλλέργη το περίφημο Μέγα Ελληνικόν Ετυμολογικόν Λεξικόν.
‘Όλα αυτά τα έκανε χάρη στα μεγάλης αξίας χρυσαφικά που είχε πάρει μαζί της. Έχουν σωθεί επίσης αρκετές επιστολές της, τις οποίες και υπέγραφε με το επίθετό της: Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά.
Παράθεση στοιχείων για τη καταγωγή της Ελληνικής Βασιλικής Δυναστείας από την Βυζαντινή αυτοκρατορική γενεά των Παλαιολόγων
Οι πληροφορίες που ακολουθούν αποκαλύπτουν τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που έχουν σχέση με τη δανική βασιλική οικογένεια, τον ιδρυτή της ελληνικής βασιλικής δυναστείας Γεώργιο Α΄ και τις ρίζες τους. Μετά την απομάκρυνση του ελληνολάτρη βασιλιά Όθωνα εξαιτίας των παρασκηνιακών μεθοδεύσεων των Τριών Προστατριών Δυνάμεων, μία τριμελής επιτροπή της Εθνικής Συνελεύσεως, αποτελούμενη από τους Κωνσταντίνο Κανάρη, Θρασύβουλο Ζαΐμη και Δημήτριο Γρίβα, ταξίδεψε τον Απρίλιο του 1863 στην Κοπεγχάγη, για να προσφέρει το ελληνικό στέμμα στο δευτερότοκο υιό του διαδόχου του θρόνου της Δανίας, τον Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο. Είχε προηγηθεί βεβαίως η άρνηση της βασίλισσας Βικτορίας της Μεγάλης Βρετανίας να αποδεχτεί σχετική πρόταση, η οποία αφορούσε τον δευτερότοκο γιό της Ερνέστο – Αλβέρτο – Αλφρέδο.
Όπως πληροφόρησε τον Κανάρη ο υπουργός Εξωτερικών της Δανίας Χάλ, όταν ο βασιλεύς της Δανίας ρώτησε τον υιό του Γεώργιο εάν επιθυμούσε να βασιλεύσει στην Ελλάδα, εκείνος αποκρίθηκε:  Και πολύ μάλιστα. Θα ήθελα να βρεθώ κοντά στους Έλληνες το συντομότερο. Και εάν τυχόν εσείς με εμποδίζατε, θα περίμενα να ενηλικιωθώ και θα πήγαινα μόνος μου, για να φωνάξω σε όλους «Με καλέσατε να έλθω και είμαι εδώ. Ο Θεός σας είναι δικός μου και η πατρίδα σας πατρίδα μου».Ο πρώτος που κάνει σαφή αναφορά περί της βυζαντινής καταγωγής των Βασιλέων μας είναι ο εκκλησιαστικός συγγραφέας από την Ίμβρο, μοναχός Βαρθολομαίος ο Ίμβριος (Κουτλουμουσιανός), ο οποίος διετέλεσε καθηγητής στο Φραγκισκανό φροντιστήριο το 1834 και διευθυντής της σχολής της Χάλκης επί Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Στ΄.
Στη μακροχρόνια έρευνά του στην οποία συμπεριέλαβε συγκλονιστικά ευρήματα. Είχαν προηγηθεί σε χρόνο ανύποπτο έρευνες στη  βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Ίμβρου, όπου στηριζόμενος σε βιβλία και χειρόγραφα, περιέλαβε στα απομνημονεύματά του το συμπέρασμά του ότι : «η δανική βασιλική οικογένεια είχε το ίδιο αίμα με εκείνο που είχε χυθεί στην πύλη του Αγ. Ρωμανού την αποφράδα εκείνη νύχτα της 29ης Μαϊου 1453».Στα απομνημονεύματά του, τα οποία ανακάλυψε ο ιστοριοδίφης Στέφανος Δάφνης αναφέρεται ότι ο Γεώργιος ο Α΄ ήταν απόγονος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και της συζύγου του Άννας – Σοφίας Νοταρά που είχαν έναν υιό, τον Ιωάννη.
Οι ιστορικοί Α. Γιαλαμάς και Α. Σγάντζος κυκλοφόρησαν το 1937 μία μελέτη που είχε τίτλο «Οι Βασιλείς μας είναι απόγονοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων». Εκεί παρουσιάζουν και σχετικό πίνακα με γενεαλογικά στοιχεία που κατέστρωσε ο διαπρεπής και ειδικευμένος Δανός ερευνητής Κ. Λάγκμπορν (1863), μετά από ενδελεχή και πολύπλευρη μελέτη των πηγών.Ο πίνακας αυτός μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον καθηγητή Στέφανο Α. Κουμανούδη, καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1928 και αποδεικνύει ότι μακρινός πρόγονος του Γεωργίου Α΄ ήταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261 – 1282). Αργότερα, ο πίνακας, η μετάφραση, τα στοιχεία και οι σημειώσεις περιήλθαν στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η οποία δημοσίευσε εκλογή τους στο φερώνυμο Δελτίο της.
Γενεαλογικό δένδρο του Γεωργίου Α΄ κατόρθωσε με επιμονή και πολύμηνη αναδρομή σε σωρεία πηγών, σχολαστικά και συστηματικά, να ανασυνθέσει και ο Γερμανός ιστοριοδίφης βαρόνος A. Dungern , ο οποίος και αυτός, κατά το παράδειγμα του προαναφερθέντα Κ. Λάγκμπορν,  συνέχισε τις σχετικές έρευνες και συμφώνησε για τη βυζαντινή καταγωγή των Βασιλέων μας. Το οικογενειακό αυτό δένδρο, διακλαδιζόμενο, έφθανε τους απώτερους χρόνους της ρωμαλέας ακμής του Ελληνισμού, ενώ οι ρίζες του χάνονταν μέσα στους αυτοκρατορικούς οίκους των Μακεδόνων, των Κομνηνών, των Αγγέλων, των Δουκών και των Παλαιολόγων, μην αφήνοντας έτσι περιθώρια για αμφιβολίες και αμφισβητήσεις.
Ο A. Dungern τονίζει στο κείμενο που συνόδευε το οικογενειακό δένδρο: «Ο σημερινός Ελληνισμός είναι κατά βάθος ίδιος και απαράλλαχτος με τον πριν από δύο χιλιετίες εαυτό του. Και είναι καταγέλαστη η προσπάθεια να υποστηριχτεί πώς η Ελληνική φυλή έχει δήθεν υποστεί στη διαδρομή των αιώνων τέτοια νόθευση, εξαιτίας εισβολών και κατακτήσεων, που να έχει αλλοιωθεί σχεδόν ολοκληρωτικά στα βασικά της χαρακτηριστικά. Είναι καταφανέστατος και αδιαμφισβήτητος ο δεσμός αίματος των σύγχρονων Ελλήνων με τους μακρινούς προγόνους τους».
Ένας από τους πιο αξιόλογους και σημαντικούς Έλληνες ιστορικούς, ο Δ. Κόκκινος, αναφέρει τα εξής: «ο οίκος λοιπόν του Γεωργίου Α΄ έχει γνησίας τας ρίζας της Ελληνικής του καταγωγής». Επιπλέον, δύο κορυφαίοι ιστοριοδίφες μας ο Θρασύβουλος Ζωιόπουλος και ο Κώστας Βερναρδάκης αποδεικνύουν τη βυζαντινογενή ρίζα των Βασιλέων μας, με τον Κ. Βερναρδάκη (φιλολογικό ψευδώνυμο «Ιχνηλάτης») να υποστηρίζει ότι οι ρίζες της ελληνικής δυναστείας ανάγονται στον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα. Τη σκυτάλη έλαβε ο ιστορικός Δ. Ρόζος, ο οποίος συνέγραψε τη μελέτη με τίτλο «Η βασιλεία εν Ελλάδι».
Το έτος 1938 το ελληνικό υφυπουργείο Τύπου εξέδωσε το έργο με τίτλο «τα 75 χρόνια της Ελληνικής δυναστείας». Στις 13 – 15 Μαΐου 1995 ο επίτιμος εισαγγελεύς εφετών Ι. Ζεγκίνης δημοσίευσε ένα άρθρο του περί της Ελληνικότητας του βασιλικού οίκου στην Εστία.Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο μεγάλος ιστορικός Κ. Μπαρμπής, όπου αποδεικνύει όλα τα παραπάνω μέσα τα βιβλία του : «Γεώργιος ο Α΄», «Κωνσταντίνος ο στρατηλάτης», «Γεώργιος ο Β΄», «Βασιλεύς Παύλος», «Η Ελλάδα ξανασταυρώνεται». Την ίδια γραμμή ακολουθούν ο ιστορικός Κώστας Πλεύρης στο βιβλίο του με τίτλο «Βασιλεία» και ο Γεώργιος Λεονταρίτης στο έργο του «Ποια δεξιά;».Ο Χίμπεν, ανταποκριτής του associated press, στο έργο του «Ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος και ο Ελληνικός λαός», παρουσιάζει ντοκουμέντα μέσα από τα οποία φαίνεται ότι οι σύμμαχοί μας δεν ήθελαν να μετάσχει η Ελλάς στο πόλεμο στα Στενά και δήλωναν ότι δεν ήθελαν να μπει στην Πόλη ο Διάδοχος του Παλαιολόγου, Κωνσταντίνος ΙΒ΄. Ακόμα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δηλώσει στον Μπριάν για τον εχθρό του, τον Στρατηλάτη Κωνσταντίνο: «είναι Έλλην και μόνο Έλλην».
Να σημειωθεί ότι και ο Σκαρλάτος Βυζάντιος (1798 – 1878),ο οποίος ήταν λόγιος και διευθυντής δημοτικής εκπαίδευσης με τεράστιο έργο και προσφορά στον τομέα αυτό, είχε υποστηρίξει στο σύγγραμμά του «Κωνσταντινούπολις» ότι σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές δυναστείες έχουν βυζαντινές ρίζες. Ειδικότερα, οι Χόεντσόλερν από τους οποίους προερχόταν η Βασίλισσα Σοφία, σύζυγος του Στρατηλάτη Κωνσταντίνου ΙΒ΄, καταγόταν από την βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανία που ήταν σύζυγος του Γερμανού Βασιλέως Όθωνα Β΄. Το ίδιο ισχύει για τον οίκο των Χόχενστάουφεν στον οποίο ανήκε η Βασίλισσα Φρειδερίκη, σύζυγος του Βασιλέως Παύλου, που ήταν πατέρας του τελευταίου βασιλέως Κωνσταντίνου. Επίσης, ο οίκος των Βουρβόνων έχει στις φλέβες του αίμα προερχόμενο από τις βυζαντινές δυναστείες των Μακεδόνων και των Αρσακίδων.
Είναι γεγονός ότι η δυναστεία των Παλαιολόγων δε χάθηκε με την πτώση της Πόλεως. Σημειώθηκαν πολυάριθμες «εξ αγχιστείας» συγγένειες από μέλη της τελευταίας βασιλικής βυζαντινής δυναστείας, τα οποία ήρθαν εις γάμο κοινωνία με γόνους ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων. Σημαντικότερος εξ αυτών υπήρξε ο γάμος της κόρης του Θωμά Παλαιολόγου και ανιψιάς του Μαρμαρωμένου με τον Ιβάν Γ΄ της ομόδοξης Ρωσίας.
Εξυπακούεται ότι δεν είναι εφικτό να ιχνηλατηθεί η πορεία μιας συγκεκριμένης οικογένειας σε χρονικό μήκος χιλιετιών, αλλά η εργασία αυτή είναι δυνατή, όταν πρόκειται για βασιλικούς οίκους και για διάστημα μερικών εκατονταετιών. Πολύ περισσότερο, όταν επιδιώκεται η ανασύνθεση του οικογενειακού δένδρου μιας βυζαντινής δυναστείας, αφού όλες συνδέονταν με τις προηγούμενες με οικογενειακούς δεσμούς.
Κάθε δυναστεία που ανέβαινε στον αυτοκρατορικό θρόνο της Βασιλίδας επιδίωκε να συνδεθεί με παλαιότερες, έτσι ώστε να στηρίζεται και σε κληρονομικό δικαίωμα η αναρρίχηση των μελών της στο ανώτατο αξίωμα του Κράτους. Οι Μακεδόνες είχαν συγγενικούς «εξ αίματος» δεσμούς με τους Κομνηνούς, με τους Αγγέλους, με τους Δούκες και με τους Παλαιολόγους. Οι δεσμοί αυτοί δημιουργούνταν με γάμους και με τους κατιόντες, με συνέπεια και οι πέντε αυτοκρατορικοί οίκοι του Βυζαντίου που προαναφέρθηκαν να βρίσκονται, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, στις αρχικές ρίζες της δανικής και κατ’ επέκταση της ελληνικής δυναστείας του Γεωργίου Α΄.
Παλαιότερος από αυτούς τους οίκους είναι αυτός των Μακεδόνων, που πρωτοανήλθαν στο θρόνο το 867 μ. Χ. και που αργότερα συγγένεψαν με τη μεταγενέστερη δυναστεία των Κομνηνών, οι οποίοι συνδέθηκαν με τους Αγγέλους και αυτοί με τους εκπροσώπους της τελευταίας δυναστείας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με τους Παλαιολόγους.
Όταν η Βασιλεύουσα έπεσε (1204 μ. Χ.) στα φραγκικά χέρια και η άσκηση της ανώτατης εξουσίας περιήλθε σε Άγγλους, Γάλλους και Ενετούς ηγεμόνες, φυσικό ήταν να υπάρξουν επιμειξίες μεταξύ των κατακτητών και των βυζαντινών βασιλικών οικογενειών. Στη συνέχεια αρκετοί από τους γόνους εκείνων των γάμων κατέληξαν στην Εσπερία, από όπου, άλλωστε, είχαν εξαπολυθεί, με παπικά όντινα και με τις βατικανέζικες ευλογίες, οι ληστρικές και πλιατσικολογικές «σταυροφορίες». Επακόλουθο των επιμειξιών που προαναφέρθηκαν ήταν να επεκταθούν πολλά παρακλάδια του δένδρου των βυζαντινών αυτοκρατορικών οίκων στη Δυτική, Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Ένας από αυτούς τους κλάδους έφτασε και στη γραφική Κοπεγχάγη.
Συμπέρασμα
Ο Ιωάννης Χριστιανός – Παλαιολόγος είναι βέβαιο και σίγουρο ότι υπήρχε. Αρκετοί παλαιοί ιστοριοδίφες και ερευνητές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα, όπως οι Dungen, Βερναδάκης, Ζωιόπουλος, Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός κ.α. Υπήρξαν επίσης πολύπλευροι και εκτενείς μελετητές.
Ο Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός έκανε τη σημαντική αυτή ανακάλυψη το 1834, τριάντα χρόνια νωρίτερα από την αναρρίχηση του Γεωργίου Α΄ στον ελληνικό θρόνο. Τα όσα τεχνηέντως επινοήθηκαν ή κατασκευάστηκαν και γράφτηκαν ότι δήθεν «ο Χριστιανός είχε παιδί τον Ιωάννη» ή ότι «ο Φρειδερίκος ήταν το αγαπημένο παιδί της Δωροθέας» κ.α., ανακαλύφθηκαν όλως περιέργως τον προηγούμενο αιώνα χωρίς την στοιχειώδη μελέτη.
Αποκρύφτηκε η πραγματική εικόνα του Ιωάννη Χριστιανού που ήταν ελληνικής καταγωγής πατρός τε και μητρός και έγινε δανικής καταγωγής (πρωτότοκος υιός του Χριστιανού Α΄ και της Δωροθέας). Η πλεκτάνη στήθηκε εξαιρετικά χωρίς ατέλειες και υπήρξε καλοστημένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια.
Βασικός της άξονας ήταν η θεωρία ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν είχε απογόνους και ότι ο Ιωάννης υπήρξε πρωτότοκος υιός του Δανού Βασιλιά Χριστιανού Α΄, ο οποίος στην ηλικία των 22 ετών (άλλοι ισχυρίζονται σε ηλικία 12 ετών) ορίστηκε διάδοχος του θρόνου της Δανίας. Προκύπτει στο σημείο αυτό ο εξής εύλογος προβληματισμός: αφού ήταν ο πρωτότοκος υιός του Δανού Βασιλιά πως ορίστηκε Διάδοχος; Δεν το κατείχε αυτό το δικαίωμα εκ γενετής; Επιπλέον, ο Χριστιανός Α΄ είχε και άλλα δύο παιδιά: την Μαργαρίτα την οποία παντρεύτηκε ο Βασιλιάς της Σκωτίας Ιάκωβος (ή Ιωάννης) Γ΄ και τον Φρειδερίκο Α΄ ο οποίος έγινε Βασιλιάς της Δανίας. Λόγος επίσης γίνεται και για άλλα δύο παιδιά που πέθαναν σε μικρή ηλικία.
Επομένως, με βάση και τα όσα προαναφέρθηκαν θεωρείται ορθότερος ο ισχυρισμός ότι ο Ιωάννης Α΄ Παλαιολόγος –Χριστιανός υπήρξε ο μοναδικός υιός και διάδοχος του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου και της Αυγούστας Άννας – Σοφίας Νοταρά, ο οποίος σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών διέφυγε κατά την Άλωση της Πόλεως μαζί με την θαλαμηπόλο  Ειρήνη και κατέφυγε στη Δύση, όπου για λόγους προσωπικής ασφάλειας για πολλά χρόνια αποκρύφτηκε η αληθινή του ταυτότητα.
Πέραν όμως αυτών, η Θεία Βουλή μπορεί να θέλησε να διασωθεί ο τελευταίος αυτοκρατορικός γόνος του Βυζαντίου, για να κληθεί να βασιλεύσει εκ νέου στο αναγεννώμενο Ελληνικό κράτος και να επανασυνδέσει το εκτυφλωτικά λαμπρό παρελθόν της χώρας με το ανήσυχο, οδυνηρό και γεμάτο αγωνία παρόν, μέσα από δεσμούς αίματος, αφού ήταν απόγονος των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Οι νέοι Βασιλείς τήρησαν σε κάθε περίπτωση τον όρκο τους και δεν αφοσιώθηκαν στο Σιωνιστικό Ιερατείο, ούτε έβαλαν τον εβραϊκό κιπά στο κεφάλι τους.
Σε κάθε περίπτωση οι μακροχρόνιες, σχολαστικές και επιμελημένες μελέτες αξιολογότατων ιστορικών ερευνητών της αλλοδαπής και ημεδαπής, οδήγησαν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα, ότι τόσο η δανική βασιλική οικογένεια όσο και η ελληνική δυναστεία του Γεωργίου Α΄ έχουν βυζαντινές ρίζες (καταγωγή και προέλευση) και κατά συνέπεια ελληνικές. Ουδεμία σχέση έχουν με τις μικρόψυχες «γκλυξμπουργκικές» κακοήθειες.
Όσον αφορά το επίθετο «Γκλύξμπουργκ», αυτό είναι αγγλικής επινόησης και εφεύρεσης, το οποίο έσπευσαν να υιοθετήσουν τα κομμουνιστικά έντυπα, αλλά και διάφοροι ανιστόρητοι πολιτικάντηδες που επιδίωκαν να φανούν αρεστοί στην αριστερή εκλογική πελατεία.
Η Δανία δεν είχε ποτέ σχεδόν σταθερά σύνορα και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860 τέσσερις γερμανικές επαρχίες (Χόλσταϊν, Σλέσβιγκ, Σόντεμπουργκ και Γκλύξμπουργκ) περιήλθαν προσωρινά στη κατοχή της Δανίας, για να αλλάξουν αργότερα και πάλι χέρια. Κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας της Δανίας δεν καταγόταν από κάποια από αυτές τις τέσσερις περιοχές, που συνέπεσε επί ένα χρονικό διάστημα να ανήκουν στο δανικό στέμμα. Ακόμα και το 1863, όταν εκλέχτηκε βασιλιάς των Ελλήνων ο δευτερότοκος υιός του διαδόχου της Δανίας, οι περιοχές που προαναφέρθηκαν είχαν ξαναγυρίσει στους Γερμανούς.
Το 1915 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δρομολόγησαν συκοφαντική εκστρατεία κατά του βασιλιά Κωνσταντίνου ΙΒ΄, για να πετύχουν την εκθρόνισή του, επειδή αυτός δε δεχόταν να σύρει τη χώρα του στο σφαγείο χωρίς ανταποδοτικά οφέλη. Τα αγγλικά μέσα μαζικής ενημέρωσης μεταχειρίστηκαν τότε κάθε μέσο, έτσι ώστε να αποδείξουν τα δήθεν γερμανόφιλα αισθήματα του Έλληνα ανώτατου άρχοντα, και ένα από αυτά ήταν η χρήση της προσφώνησης «Κύριος Γκλύξμπουργκ».
Επειδή δεν ήταν πρακτικά δυνατό να χρησιμοποιήσουν και τα τέσσερα ονόματα των προσωρινά προσαρτημένων στη Δανία τεσσάρων επαρχιών, διάλεξαν εκείνο που η προφορά του θύμιζε περισσότερο τη γερμανική γλώσσα.
Τέλος, να σημειωθεί και να τονισθεί ότι και στις φλέβες των Χοεντσόλερν, στους οποίους ανήκε η βασίλισσα της Ελλάδος Σοφία (σύζυγος του Κωνσταντίνου ΙΒ΄) και των Χοενστάουφεν, στους οποίους ανήκε η βασίλισσα Φρειδερίκη, έρρεε το αίμα της πριγκίπισσας του Βυζαντίου Θεοφανίας ή Θεοφανούς. Η πριγκίπισσα αυτή την 14η Απριλίου 972 μ. Χ. με τη συνέργια του Τσιμισκή, παντρεύτηκε τον Γερμανό βασιλέα Όθωνα Βόν. Από αυτούς κατάγονται και οι εν Γερμανία ηγεμονεύσαντες οίκοι.
Με το γάμο της η Θεοφανώ συνετέλεσε να σημειωθεί σταθμός στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, διότι πρώτη εκείνη εισήγαγε στη τότε απολίτιστη Ευρώπη τη λεπτεπίλεπτη εθιμοτυπία και πολυτέλεια του Βυζαντίου, ενώ οι περιβάλλοντες αυτή Έλληνες σοφοί μετέδωσαν στην αγροίκο Γηραιά Ήπειρο τα σπέρματα του πολιτισμού.

           Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α
             Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ο
Η Δυναστεία των Παλαιολόγων (1261 – 1453)
Πρόκειται για την τελευταία δυναστεία που βασίλεψε στο Βυζάντιο. Η περίοδος 1261 – 1453 και ειδικότερα το διάστημα 1282 – 1453 χαρακτηρίζεται από την παρακμή και την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αποτελώντας παράλληλα μία περίοδο γεμάτη από εμφυλίους πολέμους.
Αυτοκράτορες διετέλεσαν οι :
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259 – 1282). Οδήγησε στην παλινόρθωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1259 από τους Φράγκους.
Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282 – 1328)
Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328 – 1341)
Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1341 – 1391)
Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1347 – 1354)
Ανδρόνικος Δ΄ Παλαιολόγος (1376 – 1379)
Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος (1390)
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391 – 1425)
Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425 – 1448)
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1449 – 1453)
Στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρονίκου Β΄ και Ανδρονίκου Γ΄ το Βυζάντιο αρχίζει να υπολογίζεται πλέον ως μικρή δύναμη.
Δ Α Ν Ι Α
Ιωάννης Α΄ Χριστιανός (Παλαιολόγος)
Χριστιανός Β΄
Φρειδερίκος Α΄
Χριστιανός Γ΄
Φρειδερίκος Β΄
Χριστιανός Δ΄
Φρειδερίκος Γ΄
Χριστιανός Ε΄
Φρειδερίκος Δ΄
Χριστιανός ΣΤ΄
Φρειδερίκος Ε΄
Χριστιανός Ζ΄
Φρειδερίκος ΣΤ΄
Χριστιανός Η΄
Φρειδερίκος Ζ΄
Χριστιανός Θ΄
Ε Λ Λ Α Δ Α
Γεώργιος Α΄
Κωνσταντίνος ΙΒ΄
Παύλος Α΄
Κωνσταντίνος ΙΓ΄
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «ΗΛΙΟΥ», εκδ. 1947.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμοι 14ος και 16ος, εκδ. ΚΑΚΤΟΣ.
Γεώργιος Φραντζής (Σφραντζής), Η Άλωση της Πόλης, εκδοτική Θεσσαλονίκης.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Βυζαντίου Άλωσις – Αποδείξεις Ιστοριών Η΄, εκδ. Δημιουργία.
Μιχαήλ Κριτόβουλος, Βυζαντίου Άλωσις, εκδ. Δημιουργία.
Γιώργος Λεονάρδος, Οι Παλαιολόγοι, εκδ. Λιβάνη.
Σπ. Β. Τριανταφύλλου, «Η Βασιλεία εν Ελλάδι και οι παραδόσεις περί καταγωγής του Ελληνικού Βασιλικού Οίκου».
Κ. Ν. Μπαρμπής, «Η Ελλάδα ξανασταυρώνεται – Πικρά χρόνια εξορίας».
Κ. Ν. Μπαρμπής, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος – Δραγάσης : Ο Λεωνίδας του Βυζαντίου, εκδ. Λογοθέτης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΧΟΙΝΟΧΩΡΙΤΗΣ
Σχοινοχωρίτης Σαβ. Κωνσταντίνος Ιστορικός - συγγραφέας Πρόσθετες σπουδές: Αρχειονομία - Βιβλιοθηκονομία - Μουσειολογία, υποψήφιος διδάκτωρ Επικοινωνία: 6945 832094, email: kostassxoinos@yahoo.com