Ο ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ
-Δεκαοχτώ χρονώ `τανε την εποχή εκείνη,
σημαδιακή για το νησί και για τη Ρωμιοσύνη
γιατί δαν τση ανάστασης το φως να φανερώνει
κι ας ήτανε αγένωτο ν΄ αρπάξει και ν’ απλώνει,
μ’ αυτός που δε φοβήθηκε να βγει να πολεμήσει
και πως θα χάσει μια φορά στο τέλος θα κερδίσει.
Δυό μήνες ε-περάσανε από την πρώτη μέρα
π’ αρχίνιξε το κέντιμα π’ ε-κράθιε μες στη χέρα.
`Κείνει την ώρα ήβλεπε τον κύρη τζης να φτάνει,
στη χέρα ντου του το `βαλε του Δάσκαλου του Γιάννη
κι εκείνος με ευλάβεια στα γόνατα θα πέσει
κι ε-φίλησε το λάβαρο με το σταυρό στη μέση.
Σε μια βδομάδα `ρχίξανε οι Κρητικοί τσοι μάχες,
άντρες σπουδαίοι χάθηκαν στσοι Σφακιανές τσοι ράχες,
μα ίντα να κάμει το κερί που `χει κοντό το φτύλι,
σβήνει στη μέση του καιρού που η μοίρα θα του στείλει
κι ε-γκρεμοτσακιστήκανε του Βλάχου η ελπίδες,
όνειρα που σκορπίσανε στσοι πρώτες ηλιαχτίδες
κι ε-χάθηκε στον ουρανό τση λευτεριάς τ’ αστέρι
και σεργιανίζει τση σκλαβιάς κι ας είναι μεσημέρι,
σε κάθε χτύπημα βαρύ ε-ξανακλούθα άλλο
κι είν’ η Μαρία `σώκλειστη στο Κάστρο το Μεγάλο
κι ήχασε και την αδελφή και τη Σγουρομαλλίνη
κι ο κύρης τσης δεν τζη `λεγε, κιανείς ιντά `χε γίνει.
Τ΄ αρχοντικό τζης φέρσιμο κι η ακριβή τζης νιότη,
την κάμανε του Ντεφτεντάρ μες στον οντά ντου πρώτη.
Μα ποιός ακριβοδίκαιος και με καρδιά χρυσάφι,
που βρίσκει μάλαμα ακριβό, `φήνει να πάει στράφι;
Ας ήτανε αυτή μική κι ήταν αυτός μεγάλος,
αφου `δωσε τον όρκο τζης δεν θα υπάρξει άλλος.
Μα τίμησε του κύρη τζης το λόγο που `χε δώσει,
πως το Χριστό που πίστευε δεν θα τονε προδώσει
και κάθε βράδυ ήκανε σεμνά την προσευχή τζης,
ήσαμε κι ε-παράδωσε την άτυχη ζωή τζης
κι ως φαίνεται κι ο Ντεφτεντάρ από Ρωμιό `χε πάστα,
και το καντήλι τση `παιρνε, πολλές φορές κι ε-βάστα.
Στο χρόνο απάνω μπάρκαραν να μπούνε για την Πόλη,
γιατί μέσα στο Χάνδακα τσοι ξεχωρίζαν όλοι
και με το φόβο ο Πασάς ήτανε στην καρδιά ντου,
μη σηκωθεί μια ταχινή να λείπει η κερά ντου
κι είν’ ο καημός του πληθερός κι ασίγαστος στο μπέτη,
μη γίνει σφάκα το γλυκό τσ’ αγάπης του σερμπέτι
κι εδα που βρήκε στη ζωή ε-τούτο το ρεγάλο,
να σβήσ’ η φλόγα τση χαράς πριν να φουντώσει κι άλλο.
Κι είν’ η βεντέτες στο νησί τράφοι που δε χαλούνε,
πάνω που λες ε-σώθηκα, ε-τότες θα σε βρούνε
κι απ τα τεφτέρια τα πολλά π’ ε-κράθιε στη μασχάλη
υπασπιστής ε-γίνηκε στην Πύλη τη μεγάλη.
- Δέκα χρονιές πριχου να `ρθει το χίλια οχτακόσια,
ασκέρια με νιζάμιδες καράβια ξεφορτώσα-ν.
Νύχτα ακόμη φτάξανε μπροστά στο Μαραθώνα,
ε-γέμισε Οθωμανούς τ’ αγιασμένο χώμα.
Χιλιάδες ξεμπαρκάρανε μες στο μικρό λιμάνι
π’ όπου περνούσαν θάνατο μύριζες και λιβάνι.
Αργά αργά το ζώσανε το αρβανιτοχώρι,
σαν την μεγάλη καταχνιά που ρίχνεται στ’ αόρι,
ε-γέμισε τα Κούνδουρα το Τούρκικο τ’ ασκέρι,
που δίχως λόγο βάνανε τσ’ αθρώπους στο μαχαίρι.
Πράμα δε `φήνανε ορθό που να `ξιζε τον κόπο,
καταστροφή και θάνατο ε-σπέρνανε στον τόπο.
Αντρόγυνα ξεχώριζαν, μανάδες απ’ τσοι κόρες
και γέμισαν γενίτσαρους τσ’ Ανατολής τσοι χώρες.
Ε- πήραν και το Νικολιό του Ρόκα το κοπέλι,
απου χωσμένο βρήκανε στη μέση σ’ ένα αμπέλι.
Μα πρόλαβε τση μάνας του παραγγελιά ν’ αφήσει,
πως δεν ξεχνά τη ράτσα ντου και θα ξαναγυρίσει,
δέκα χρονώ ξετέλευγε την εποχή εκείνη,
αυτό `τανε το αίτιο στη μνήμη να του μείνει.
Ντελόγο ε-ξεχώριζε απ’τα κοπέλια τ’ άλλα,
οσάν τη μύγια που θα βρείς αναμεσώς στο γάλα
κι ε-γίνηκε η αφορμή γενίτσαρος να γίνει,
τιμή μεγάλη στην Τουρκιά την εποχή εκείνη.
Ψηλός και λεβεντόκορμος και με παχύ μουστάκι,
απου το μαύρο χρώμα ντου ζηλεύγαν κι οι κοράκοι,
μ’ απ’ όλα τούτα ποιο πολύ σου `μενε το μαλλί ντου,
οι ποταμοί τσ’ αρβανιτιάς πάνω στην κεφαλή ντου.
Ως το Νταή το Μουσταφά τον ήμαθαν στην πόλη,
π’ ε-γλύτωνε τσοι χριστιανούς όπως ε- λέγαν όλοι.
Αλίμονο του που `βλεπε Ρωμιό και τον πειράξει,
από τα χέρια του Αλή θα βαριαναστενάξει.
Μια μέρα δυό γενίτσαροι σε μια μικρή πλατεία,
ε- δέρναν δύο Έλληνες χωρίς καμιά αιτία.
Ποτές του δεν κατάφερε το άδικο ν’ αντέξει,
για μια στιγμή ε-βρέθηκε στω χριστιανώ τη θέση.
Τσοι κεφαλές τως ήπιασε σαν τα κακοτραγάκια
και τσοι κουτούλα δυνατά στσοι τοίχους στα σοκάκια.
Μ’ άμα το θέλει η μοίρα σου πεσκέσι να σου δώσει
στην άκρα να `σαι του ντουνιά θα `ρθει να σε φορτώσει.
Κείνη τη ώρα η Κυρά πήγαινε στου τζαγκάρη
κι απης από την αγορά τα ψώνια τζης να πάρει
και είδε με τα μάτια τζης το σκηνικό που ε-γίνει
και του Νταή το φέρσιμο την ταχινή εκείνη.
Παραγγελιά του άφησε με μιά ακόλουθο τζης,
την επομένη να τη βρει μέσα στ’ αρχοντικό τζης
κι εκείνος που δεν ήξερε τση πρόσκλησης το λόγο,
συλλογισμό `βαλε κακό στη σκέψη ντου ντελόγο.
Σάϊκα πως ε-σκέφτηκε, ρίσκο μεγάλο πήρα,
γιατί `χανε τσοι χριστιανούς στου τουφεκιού τη μοίρα.
Κι αφού `πανε ο γης τ’ αλλού ιντά `χανε τραβήξει,
ποιος που του λες τον πόνο σου δεν θα σε συμπαθήσει;
Μα πώς να μην ταιριάξουνε αθρώποι αδικημένοι,
που κυνηγούν την πίστη τους και ζούνε σκλαβωμένοι.
Κι ε-θυμηθήκαν όνειρα απ’ τη ζωή την πρώτη,
που δε ξεχνά ποτέ κιανείς κι ας καταλείται η νιότη
κι αυτή `τανε η αφορμή ν’ αρχίσει μιά φιλία,
πο `κείνη την πλατωνική που `χει μεγάλη αξία,
που δίνει ο άνθρωπος πολλά και γυρισμό δε θέλει,
μάνα που γλυκοβύζαξε στην πάνα το κοπέλι.
Kι ε-γίνηκ΄ η ομπρέλα τζης μες στη μεγάλη μπόρα,
κι ο φύλακας ο άγγελος τη δύσκολη την ώρα.
Δυό γιούς ε-γέννησε η Κυρά σαν ήτονε στην Πόλη,
μα τσοι `χασε στον πόλεμο απ’ του εχθρού το βόλι
ε-χάθηκε και ο πασάς μετά από λίγα χρόνια
κι αμοναχή ε-πόμεινε μες στ’ αδειανά σαλόνια.
Πέντε χρονιές πριν να φανεί, το φως του είκοσι ένα,
ε-χάθηκε ο Ντεφτεντάρ ως λένε τα γραμμένα.
Τσ΄αμοναξάς ε-βάδιζε αναμεσώς τη στράτα
κι είχε για μόνο στήριγμα το Μουσταφά κι ε-κράτα
Μα δεν ακούστηκε κιανείς να πει κακό για κείνει,
γιατί `χε από τη ράτσα τζης παρμένο το προζύμι
κι ήβανε την τιμή ψηλά, κιανείς να μην τσ’ αγγίξει,
απου την είχε ακριβή να την ε-μαγαρίσει.
- Ως λεν οι γεροντότεροι εις τον καιρό εκείνο,
ε-βρέθηκε το κόνισμα στην Παναγιά στην Τήνο.
Μες στη μονή ε-σκέφτηκε να πάει να ξομείνει
κι αν ήθελε η χάρη τζης και μοναχή να γίνει.
Σ’ ένα καράβι Κρητικό ε-μπάρκαρε μιά μέρα,
σαν να την κράτα η Παναγιά η ίδια από τη χέρα.
Τούτ’ η ζωή θες κι αν δε θες πολλά παιγνίδια κάνει,
του αδελφού τζης οι δυό γιοί ήτανε καπετάνιοι.
Κι είχ’ ο Μανούσος τα χαρτιά κι ο Γιώργης κράθιε πλώρη,
που του Μουρούζη ήπηρε γυναίκα του την κόρη.
Εκεί `τανε που ήμαθε πως η Ελευθερούσα,
τσοι χρόνους τως με το Βαλή τση Σμύρνης καταλιούσα
κι ε-γδάρανε το δάσκαλο, μέσα στο Μεϊντάνι
κι ας μην τον ήκουσε κιαείς παράπονο να βγάνει
κι ε-χάθει από προσώπου Γης και η Σγουρομαλλίνη
γη που τη χάλασαν κι αυτή, γη σκλάβα έχει γίνει.
Ε-πόμεινε ο Μουσταφά να στέκει στο πλευρό τζης,
φίλος ανιδιοτελής κι ο έμπιστος φρουρός τζης,
κι εκείνος υπερήφανος δίπλα από την Κυρά ντου,
κιανείς δεν την πλησίαζε χωρίς την άδεια ντου
κι ας του `χε δώσει το χαρτί τση λευτεριάς στη χέρα,
δεν ήφησε τη Βλάχαινα αμοναχή μια μέρα.
Μονάχα σαν ε-κλείστηκε μέσα στο μοναστήρι,
κι ε-μίσεψε `πο δίπλα ντου, τση `καμε το χατίρι.
Ε- τότες μόνο χτύπησε του γυρισμού καμπάνα
και να γυρίσει ξάνοιξε στην έρμη του τη μάνα.
Μήνας ε-γοργό πέρασε να `φταξει στο χωριό ντου,
μα ρημαγμένο κι αδειανό βρήκε το πατρικό ντου
κι η μάνα ντου να κείτεται στο παγωμένο μνήμα,
με τον καημό ντου χάθηκε ένα Νοέμβρη μήνα
μ’ απουν’ το τέλος του κακό όλα κακά λογούνται
κι ας μην μπορούνε κάμποσοι να το παραδεχτούνε.
Κι αν το μισούσε ο Νταής του Τούρκου το μιλέτι,
εδά ε-γροίκα τη την καρδιά, να σπάσει μες στο μπέτη.
Και ήψαχνε την αφορμή εκδίκηση να πάρει
και ποιος δεν θα τη γύρευγε απου `ναι παλικάρι.
Μα που το θέλει δυνατά και χέρια θα κουνήσει,
ως κι ο θεός συνηγορεί και δέχεται κι η φύση.
Σε ένα χρόνο ήπηρε απ’ τη Μαρία γράμμα,
πως στο νησί τζης ήρχηξε τω Χριστιανώ το δράμα,
ως και παράδες του `στειλε, ντελόγο να κινήσει,
όσο μπορεί κι όπως μπορεί να πάει να βοηθήσει
κι αυτός που μες στη σκέψη ντου βασίλισσα την έχει,
στο κάλεσμα τσ’ αγάπης του από τσοι πρώτους τρέχει.
Με είκοσι ξεμπάρκαρε στην Κρήτη παλληκάρια,
με χρυσοσκάλιστ’ άρματα ε-γέμισε τ’ αμπάρια
και με μπαρούτι διαλεχτό από τη Δημητσάνη,
σιγά σιγά του το `πλεκε η δόξα το στεφάνι.
Μάχες μεγάλες ήδωσε στο Κρητικό το χώμα,
μα `ταν το φως τση λευτεριάς φτωχό κερί ακόμα
και όλοι τον ε-μάθανε ως το Ζερβονικόλα,
γιατί ε-κράθιε τον τσιφτέ στ’ αριστερό κι ε-κόλα.
Αδελφοχτός του Σήφακα του Μπουζομάρκο φίλος
και για το Γιώργη Τσελεπή ο κεντρικός του στύλος.
Στη Σάμο στέσαν πόλεμο, στη Ιωνία μάχες
και από `κει στοι ένδοξες τσοι Σφακιανές τσοι ράχες.
Στο Λούλου πάλι βρίσκεται στα μέσα του πρωτόλη
και από `κει στο Ναύπλιο που πήρανε την πόλη
και στο Σταυρό ε-βρέθηκε στση Κάνδανου τη μάχη,
που του `λαχε του Τσελεπή άτυχο τέλος να `χει.
Και στο Αρκάδι βρίσκεται στου Γούμενου το πλάι,
π’ ε-τουρκολόγα του Γετίμ μέχρι να τονε φάει
κι απείς στο Δίκτη κυνηγά του άπιστου τη φάρα
κι ε-σήκωνε τσοι Χριστιανούς να βγούνε στη μαδάρα.
Συνάθροιση ε-κάμανε μες στο Νοέμβρη μήνα,
να κόψουν τσοι οθωμανούς `πο κάτω από την Πρίνα,
παρέα με το Συμιακό και με τον Τσαντηράκη,
με τον Αλέξη απ’ την Κριτσά και με το Δερμιτζάκη
και με το Γιάννη το Μακρή από το Σταυροχώρι
και το χαΐνι τον Κοντό που ξόμενε στ’ αόρι,
το Μπουζομάρκο που `χε ρθει απ’ τω Χανιώ τα μέρη
και το Μανιά τον Αδρακό με τ’ άσφαλτο το χέρι
και το Στακάκη που `φταξε απο το Μεραμπέλο,
τον Κουσκουμπέ απου στραβά ε-φόριε το καπέλο.
Για να σωθεί η Γεράπετρο απ’ του Χασάν τ’ ασκέρι,
μέρα και νύχτα είχανε στο στόμα το μαχαίρι.
Εις τον Καλέ εδώκανε απάνω ν’ ανεβούνε
και πως σωθήκαν οι εχθροί τση τύχης το χρωστούνε,
γιατί `πιασε μπόρα γερή, κακοκαιριά μεγάλη
κι ε-πήγαιναν μισοί ζερβά και δεξιά οι άλλοι
κι απ’ την αντάρα την πολλοί πράμα δεν ε-θωρούσαν
κι ε-λέγανε πως άδικα τα βόλια καταλιούσαν,
τα λάθη απου είδανε κι ε-κάμαν τα μεγάλα,
μες στο Κεντρί κουβέντιασαν για ν’ αποφύγουν άλλα.
M’ άθρωπος δε γεννήθηκε που να μην κάμει λάθη,
μ’ αλίμονο του που `παθε και δε μπορεί να μάθει.
Ύστερα μεταγύρισαν να ρθουν στο Μεραμπέλλο,
στη Σπιναλόγκα ανε μπορούν να βάλουνε φουρνέλο
και ε-πρωτόπεσε ο Ζερβός τα τοίχη τζης να βγάλει
κι ας του περνούσανε ξυστά οι μπάλες στο κεφάλι
κι ως από θαύμα σώθηκε την ταχινή εκείνη,
γιατί `χε λιονταριού καρδιά και την αντρειοσύνη.
Ε-τότες πήρανε τσοι γιούς και του παπά Καμπάνη
και η Ρωδάνθη ε-χάθηκε στο πλάι του Καζάνη
κι ε-χάθηκε κι ο Κωσταντής μαζί με την Ελένη,
απου `βγηκε κρυγιά πηγή στο μνήμα που ξομένει
κι αυτή ε-γίνηκε πουλί πανώριο μες στη φύση,
που δροσερεύει καθ’ αργά και ταχινή στη βρύση.
-Μοιάζει η αγάπη κι η τιμή σαν τ’ ακριβό πετράδι,
ως κι αν το δέρνουν οι καιροί δεν θα του βρεις ψεγάδι,
σαν το αστέρι το λαμπρό στη νύχτα του χειμώνα,
μα είναι η εξαίρεση στη μέση του κανόνα.
Κείνες τσοι μέρες ήφταξε μαντάτο από την Τήνο,
πως η Μαρία χάθηκε η τον καιρό εκείνο,
μαράζωσε μονημερής, του κόπηκαν τα πόδια,
αυτός που στ’ ανεβόλεμα δεν ήβλεπε εμπόδια
κι ήγηρε ο ήλιος κι ήπεσε σαδιστικά στη δύση,
χάθηκ’ αυτή που λάτρεψε κι είχε υπηρετήσει.
Μια κρύα νύχτα βροχαδιά ήστεκε στο μπογάζι,
κιανένα δεν ε-δέχτηκε όσο και να `χε χάζι
και σε τρείς μέρες ήπεσε άρωστος στο κρεβάτι,
μήδε γιατρός ούτε θεός μπόριε να κάμει κάτι.
Στο στρώμα τον ε-βρήκανε νεκρό σε μιάν ημέρα
και τ’ όνομα τζης να κρατά μες στη ζερβή ντου χέρα.
Στο Νιό Χωριό τον θάψανε ίδια το ίδιο βράδυ,
ως κι ο θεός τον ήκλαψε κι ήργησε το σκοτάδι.
Στο μνήμα που τον θάψανε φύτρωσε κυπαρίσσι,
μα δεν ξαμώνει η κορφή σ’ Ανατολή γη Δύση.
Λένε πως γέρνει στο Βορρά για να θωρεί την Τήνο,
που τη Μαρία θάψανε η τον καιρό εκείνο !
Γιωργος Μπιλανακης 2-5-2024
Για την μεταφορά
Cherokee21
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου